χρηστολόγος

χρηστολόγος
-ον, ΜΑ
αυτός που μιλά με πειστικότητα
αρχ.
αυτός που μιλά με χρηστά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρηστολόγος — giving fair words masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολόγου — χρηστολόγος giving fair words masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολογία — ἡ, ΜΑ [χρηστολόγος] (με αρνητική σημ.) η χρησιμοποίηση ωραίων λόγων με σκοπό την εξαπάτηση αρχ. (με θετ. σημ.) το να λέει κανείς χρηστά λόγια …   Dictionary of Greek

  • χρηστολογικός — ή, όν, Μ [χρηστολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηστολόγο ή στην χρηστολογία. επίρρ... χρηστολογικῶς Μ με χρηστή λεκτική έκφραση …   Dictionary of Greek

  • χρηστολογώ — έω, ΜΑ [χρηστολόγος] (το παθ.) χρηστολογοῡμαι, έομαι (για λέξη) χρησιμοποιούμαι με ευνοϊκή σημασία αρχ. ενεργ. μιλώ με χρηστά λόγια …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՂՑՐԱԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 0973 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c, 13c ա. χρηστολόγος suaviloquus, blandiloquus. Ոյր բանն քաղցր է ʼի լսելիս. քաղցրախօս. եւ Որ ինչ հայի ʼի քաղցրաբանութիւն. *Մեծիմաստ եւ քաղցրաբան: զքաղցրաբանսն՝ որ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”